- προὔφυ
- προέφῡ , πρό-φύωbring forthaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προφύομαι — Α [φύομαι] 1. γεννιέμαι πριν από κάποιον άλλο («ὅς προύφυ πατήρ», Σοφ.) 2. εμφανίζομαι προηγουμένως («προπεφυκυῑα φλεγμονή», Γαλ.) … Dictionary of Greek